- Λαρίσου
- Λάρισοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek
Δημόφαντος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δημαγωγός (5ος αι. π.Χ.). Μετά την κατάλυση των 400 και τη θανατική καταδίκη του ρήτορα Αντιφώντα, κατόρθωσε να εγκριθεί ψήφισμα που προέβλεπε την ποινή του θανάτου για όσους αποδέχονταν παρανόμως αξίωμα από… … Dictionary of Greek
Μαζαίικα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Λάρισου, κοντά στα όρια με τον νομό Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαρισσού … Dictionary of Greek